σελαγώ

σελαγώ
σελαγῶ, -έω, ΝΑ
εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
αρχ.
1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.)
2. παθ. σελαγοῡμαι, -έομαι
α) λάμπω, φέγγω
β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ' ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σελαγῶ — σελάσσομαι glow aor subj mp 1st sg (attic epic doric) σελαγέω enlighten pres subj act 1st sg (attic epic doric) σελαγέω enlighten pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασελάγητος — η, ο (Μ ἀσελάγητος, ον) ο σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σελαγώ < σέλας «φως, λάμψη»] …   Dictionary of Greek

  • σέλαγος — άγεος, τὸ, Α συνεχής ζωηρή λάμψη, φωτοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σελαγῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… …   Dictionary of Greek

  • σελάγησις — ήσεως, ἡ, Μ [σελαγῶ] σελαγή, λάμψη …   Dictionary of Greek

  • σελαγή — ἡ, Α [σελαγῶ] η λάμψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”