- σελαγώ
- σελαγῶ, -έω, ΝΑεκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώαρχ.1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.)2. παθ. σελαγοῡμαι, -έομαια) λάμπω, φέγγωβ) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ' ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας].
Dictionary of Greek. 2013.